- ανιχνευτός
- η , ό1) выслеженный; 2) доступный выслеживанию, разведке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανίχνευτος — η, ο (Α ἀνίχνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ανιχνευθεί, ανεξερεύνητος … Dictionary of Greek
ἀνίχνευτον — ἀνίχνευτος not tracked masc/fem acc sg ἀνίχνευτος not tracked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)